φάλλαινα

φάλλαινα
(I)
ἡ, Α
βλ. φάλαινα.
————————
(II)
ἡ, Α
είδος λεπιδόπτερου εντόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. τ., πιθανότατα ροδιακός. Κατά μία άποψη, η λ. φάλλαινα, λόγω τού χρώματος τής πεταλούδας αυτής που λαμπυρίζει στο φως, πρέπει να αναχθεί στο θηλ. φαλιά τού επιθ. φαλιός «λευκός», το οποίο προφέρθηκε *φαλyᾱ (σε γρήγορη εκφορά τού λόγου), από όπου προήλθε αρχικά ο τ. φάλλη (ως ουσιαστικοποιημένος τ. με αναβιβασμό του τόνου) και στη συνέχεια ο τ. φάλλ-αινα με κατάλ. -αινα, η οποία χρησιμοποιήθηκε με μειωτική σημ. (πρβλ. φάλαινα), λόγω τού ζωηρού και ανήσυχου πετάγματος τής πεταλούδας αυτής. Κατ' άλλη άποψη, η λ. έχει προέλθει από τη λ. φάος / φῶς* μέσω αμάρτυρου τ. *φαFεσ-λ--ya < *φαει-λαινα ή μέσω τ. *φαναινα (< φανός, αττ. τ. του φαεινός, + κατάλ. -αινα) με ανομοιωτική τροπή τού –ν σε -λ-. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με τη λ. φάλλαινα (Ι) (βλ. φάλαινα) δεν θεωρείται πιθανή. Εκτός από τη σημ. «πεταλούδα τής νύχτας», η λ. απαντά στον Ησύχ. με σημ. ἡ ἐν τῇ κεφαλῇ θρίξ, η οποία θα μπορούσε να αναφέρεται στον βόστρυχο (για τη σημασιολογική διαφορά πρβλ. τη χρησιμοποίηση τής λ. βόστρυχος* «πλεξίδα μαλλιών» για τη δήλωση ενός είδους εντόμου)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φάλλαινα — whale fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλλαιν' — φάλλαινα , φάλλαινα whale fem nom/voc sg φάλλαιναι , φάλλαινα whale fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλαινῶν — φάλλαινα whale fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλαίναις — φάλλαινα whale fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φαλλαίνῃ — φάλλαινα whale fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλλαιναι — φάλλαινα whale fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλλαιναν — φάλλαινα whale fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάλαινα — Θηλαστικά που απαρτίζουν την οικογένεια των φαλαινιδών, της τάξης των κητωδών. Είναι γνωστά διάφορα είδη, που ζουν κυρίως στις ψυχρές αρκτικές και ανταρκτικές θάλασσες. Έχουν χοντρό σχήμα, προπάντων στο μπροστινό τμήμα τους, εξαιτίας του… …   Dictionary of Greek

  • φάλλη — (I) ἡ, Α φάλαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φάλλαινα (Ι) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλαινα)]. (II) και φάλη, ἡ, Α φάλλαινα (II). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. φάλλαινα (ΙΙ) (για ετυμολ. βλ. λ. φάλλαινα [ΙΙ])] …   Dictionary of Greek

  • bhel-3, bhlē- —     bhel 3, bhlē     English meaning: to grow, spread, swell     Deutsche Übersetzung: “aufblasen, aufschwellen, sprudeln, strotzen”     Material: O.Ind. bhüṇ ḍ a n. “pot, pan, vessel” (*bhüln da?); after Thieme (ZDMG. 92, 47 f.) here Av.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”